πρίονος

πρίονος
πρίων 1
saw
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • пила — ПИЛ|А (13), Ы с. Пила: Аще лъжею оклевещють мѧ ˫ако і҃са. или претьрѹть мѧ ˫ако исаию. или лѣскѹ дрѣвѧнѹю пилѹ наложать на мѧ. СбТр XII/XIII, 47; фѹфаилъ повешенъ бы(с). и растренъ пiлою бы(с). ПрЛ 1282, 2б; да притрѣнъ бѹдеть пилою на полы. Там… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PRION — I. PRION Getarum Princeps, auxilio Persae contra Aeeten veniens, ab Iasone occisus in proelio. Val. Flac. l. 6. Argon. v. 19. II. PRION Graece Πριὼν, locus Carthagine, apud Polybium. Item Ephesi, apud Strabonem, qui πριῶνα dicit esse collis iugum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έκβρωμα — ἔκβρωμα, το (Α) 1. κάτι από το οποίο τρώγεται ένα μέρος 2. φρ. «πρίονος ἐκβρώματα» πριονίδια …   Dictionary of Greek

  • λεπίδα — η (AM λεπίς, ίδος) [λέπος] έλασμα τέμνοντος οργάνου, λ.χ. ξίφους, μαχαιριού, ξυραφιού κ.λπ. (α. «η λεπίδα τού μαχαιριού» 8. «λεπὶς πρίονος», Ορειβ.) νεοελλ. 1. το όργανο που φέρει τέτοιο έλασμα («ξυριστική λεπίδα» το ξυραφάκι) 2. βοτ. το ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • τραχύτητα — η / τραχύτης, ητος, ΝΜΑ, και αττ. τ. τραχυτής, ῆτος, Α [τραχύς] 1. ανωμαλία επιφάνειας («διὰ τὴν τῆς χώρας τραχύτητα», Ξεν.) 2. μτφ. α) βαναυσότητα, αγριότητα («τραχύτης βλέμματος», Πλούτ.) β) (για φωνή) βραχνάδα νεοελλ. 1. σκληρότητα, σκληράδα 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”